αἱματηρός — bloodstained masc nom sg αἱματηρός bloodstained masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματηρός — ή, ό (Α αἱματηρός, όν και ός, ά, όν) νεοελλ. 1. αυτός που είναι γεμάτος ή που περιέχει αίμα (π. χ. φλέγματα ή κόπρανα) ή που αιμορραγεί (τραύματα) 2. (για συμπλοκές, ατυχήματα κ.λπ.) αιματοβαμμένος, φονικός, θανατηφόρος 3. επίμοχθος, σκληρός,… … Dictionary of Greek
αιματηρός, -ή — ό 1. γεμάτος αίμα: Σήμερα ο άρρωστος είχε αιματηρά φλέγματα. 2. αυτός που κάνει να τρέξει αίμα: Η σύγκρουση ήταν αιματηρή. 3. ο υπερβολικά πιεστικός: Τον τελευταίο καιρό κάνουμε αιματηρές οικονομίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἱματηρά — αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc pl αἱματηρά̱ , αἱματηρός bloodstained fem nom/voc/acc dual αἱματηρά̱ , αἱματηρός bloodstained fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρόν — αἱματηρός bloodstained masc acc sg αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc sg αἱματηρός bloodstained masc/fem acc sg αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρῶν — αἱματηρός bloodstained fem gen pl αἱματηρός bloodstained masc/neut gen pl αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηροτέροις — αἱματηρός bloodstained masc/neut dat comp pl αἱματηρός bloodstained masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηροί — αἱματηρός bloodstained masc nom/voc pl αἱματηρός bloodstained masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηροῦ — αἱματηρός bloodstained masc/neut gen sg αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρούς — αἱματηρός bloodstained masc acc pl αἱματηρός bloodstained masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρῷ — αἱματηρός bloodstained masc/neut dat sg αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)